Ποιες εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη; Το μέλλον της ανάπτυξης των εμβολίων
Η έρευνα στον τομέα του εμβολιασμού εξελίσσεται συνεχώς, αξιοποιώντας νέες τεχνολογίες για τη μείωση της επιβάρυνσης από πολλές νόσους ή την πλήρη εξάλειψή τους από τις κοινότητές μας.
Από το 1796 που αναπτύχθηκε το πρώτο εμβόλιο, οι επιστήμονες αναζητούν νέους τρόπους για την προστασία των ανθρώπων από λοιμώδη νοσήματα μέσω του εμβολιασμού. Παρόλο που μερικές θανατηφόρες ή άκρως εκφυλιστικές ασθένειες μπορούν πλέον να προληφθούν πλήρως μέσω του εμβολιασμού, άλλες πάλι, όπως η ελονοσία, εξακολουθούν να σκοτώνουν ετησίως χιλιάδες ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Συνεπώς, η έρευνα και η ανάπτυξη νέων εμβολίων, παράλληλα με την πρόσβαση στα υπάρχοντα εμβόλια, εξακολουθούν να αποτελούν προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία.
Έχουμε πλέον στη διάθεσή μας έξι τεχνολογίες — ή πλατφόρμες — εμβολίων τις οποίες χρησιμοποιούν οι ερευνητές για την ανάπτυξη εμβολίων. Μεταξύ των πλέον ελπιδοφόρων επιτευγμάτων στην τεχνολογία εμβολίων συμπεριλαμβάνονται τα εμβόλια mRNA και DNA. Οι τεχνολογίες αυτές έχουν τη δυνατότητα να οδηγήσουν σε πρωτοποριακές ανακαλύψεις πέραν των εμβολίων που προορίζονται για λοιμώδη νοσήματα όπως, για παράδειγμα, η πρόληψη ή η θεραπεία ορισμένων τύπων καρκίνου.
Εμβόλια mRNA
Η τεχνολογία του αγγελιοφόρου RNA, ή mRNA, αναπτύσσεται και ερευνάται από τη δεκαετία του '60. Οι πρώτες δοκιμές εμβολίων mRNA διερεύνησαν τις δυνατότητες χρήσης του στην πρόληψη του ιού Έμπολα. Όταν ξέσπασε η πανδημία COVID-19, αυτές οι πρώιμες προσπάθειες μετατοπίστηκαν για την αντιμετώπιση της νόσου COVID-19. Το πρώτο εμβόλιο mRNA που εγκρίθηκε για χρήση στην Ευρώπη ήταν εμβόλιο κατά της νόσου COVID-19 το 2020.
Η τεχνολογία mRNA έχει επίσης μελετηθεί στο πλαίσιο κλινικών δοκιμών για την αντιμετώπιση άλλων λοιμωδών νοσημάτων, όπως η γρίπη, ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) και ο ιός ZIKA.
Η τεχνολογία mRNA μελετάται από τη δεκαετία του '70 για την ανάπτυξη εμβολίων κατά ορισμένων μορφών καρκίνου, όπως το μελάνωμα και ο καρκίνος του πνεύμονα, αλλά ακόμη και για νέες μορφές θεραπείας του καρκίνου. Η τεχνολογία κατάφερε καινοτόμα ερευνητικά επιτεύγματα, συμβάλλοντας στην πρόληψη της υποτροπής επιθετικών καρκίνων μετά από χειρουργική επέμβαση, καθώς και «διδάσκοντας» τον οργανισμό πώς να επιτίθεται σε ορισμένους τύπους καρκίνου προτού αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν.
Εμβόλια DNA
Τα εμβόλια DNA, γνωστά και ως πλασμιδιακά εμβόλια, λειτουργούν εισάγοντας στον οργανισμό μας μικρές αλληλουχίες DNA που περιέχουν τις οδηγίες για την παραγωγή αντιγόνων από έναν συγκεκριμένο ιό ή βακτήριο. Μόλις το εμβόλιο εισέλθει στον οργανισμό, τα κύτταρά μας χρησιμοποιούν την αλληλουχία DNA και αρχίζουν να παράγουν τα συγκεκριμένα αντιγόνα. Με αυτόν τον τρόπο το ανοσοποιητικό μας σύστημα μαθαίνει να αναγνωρίζει και να καταπολεμά την ασθένεια σε περίπτωση που εκτεθούμε σε αυτήν.
Ένα από τα πιθανά οφέλη της προσέγγισης αυτής είναι το γεγονός ότι η ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος μπορεί να είναι πολύ πιο ισχυρή από ό,τι με άλλους τύπους εμβολίων. Τα εμβόλια DNA είναι επίσης πιο σταθερά και ευκολότερα στην παραγωγή από τα εμβόλια mRNA, καθώς για τη διατήρησή τους δεν απαιτούνται θερμοκρασίες αρκετά χαμηλότερες από τις συνθήκες κατάψυξης, γεγονός που θα βελτίωνε σημαντικά την πρόσβαση.
Οι δυνατότητες των εμβολίων DNA ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του '80. Τα εμβόλια DNA εξακολουθούν να βρίσκονται υπό έρευνα και κανένα δεν έχει ακόμη εγκριθεί για χρήση στον άνθρωπο στην ΕΕ/στον ΕΟΧ. Σε ολόκληρο τον κόσμο, υπάρχουν σε εξέλιξη κλινικές δοκιμές για τη διερεύνηση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητάς τους έναντι διαφόρων λοιμωδών νοσημάτων. Τα εμβόλια DNA χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά σε ζώα το 1993 και ορισμένα εμβόλια DNA έχουν εγκριθεί για χρήση σε ζώα στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην ΕΕ/στον ΕΟΧ. Το 2021, η Ινδία ενέκρινε το πρώτο εμβόλιο DNA για χρήση σε ανθρώπους για την προστασία έναντι της νόσου COVID-19. Τα εμβόλια DNA προσφέρουν τη δυνατότητα αξιοποίησης ενός ευρέος φάσματος δυνατοτήτων που δεν είναι σήμερα διαθέσιμες, συμπεριλαμβανομένου και ενός εμβολίου κατά του HIV, μεταξύ των υπόλοιπων νόσων.
Όπως ισχύει για όλα τα εμβόλια και τα φάρμακα που κυκλοφορούν στην Ευρώπη, τα εμβόλια DNA θα πρέπει να αποδείξουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους προτού εγκριθούν για χρήση σε ανθρώπους.
Νέες μορφές χορήγησης εμβολίων
Παρά το γεγονός ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή, αποτελεσματικά και οικονομικά, οι βελόνες μπορεί να είναι τρομακτικές, ιδίως για τα παιδιά. Διεξάγονται πολλές έρευνες σχετικά με καινοτόμους τρόπους χορήγησης εμβολίων. Ορισμένες από τις δυνατότητες είναι οι εξής:
Τα πόσιμα εμβόλια χρησιμοποιούνται ήδη και θεωρούνται εδώ και καιρό πολλά υποσχόμενα, καθώς είναι φτηνά, εύκολα στη χορήγηση και μπορούν να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά. Ένα πόσιμο εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας κυκλοφόρησε τη δεκαετία του '60 και τα πόσιμα εμβόλια κατά της πολιομυελίτιδας εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνοδεύονται και από προκλήσεις. Το πεπτικό μας σύστημα είναι αφιλόξενο, τα οξέα του στομάχου μπορούν να βλάψουν ή να καταστρέψουν τα συστατικά του εμβολίου και δεν απορροφώνται πάντα καλά από τα έντερα μας.
Οι ερευνητές αναζητούν τώρα νέους τρόπους για την προστασία των συστατικών που εμπεριέχονται στα πόσιμα εμβόλια και τη βελτίωση της απορρόφησής τους μέσω της ενσωμάτωσης των ζωτικών συστατικών σε ένα μικροσκοπικό προστατευτικό στρώμα. Αυτό σημαίνει ότι το εμβόλιο θα μπορεί να διατηρεί την αποτελεσματικότητά του παρά τις αντίξοες συνθήκες που θα αντιμετωπίζει στο πεπτικό σύστημα.
Τα ρινικά εκνεφώματα έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν απαιτούν ειδική εκπαίδευση, κάτι που σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν ακόμη και να εμβολιάζονται μόνοι τους γρήγορα και εύκολα. Η μύτη είναι γεμάτη από αιμοφόρα αγγεία τόσο κοντά στην επιφάνεια όσο και κάτω από μια πορώδη μεμβράνη, το οποίο σημαίνει ότι αποτελεί έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο για την είσοδο ενός εμβολίου στον οργανισμό. Δεδομένου ότι η μύτη αποτελεί μια πολύ συνηθισμένη πύλη εισόδου ιών και βακτηρίων στον οργανισμό, τα ρινικά εκνεφώματα έχουν επίσης το πλεονέκτημα ότι ενισχύουν την ανοσολογική ανταπόκριση στο σημείο όπου μπορεί να είναι περισσότερο αναγκαία.
Τα αντιγριπικά εμβόλια σε μορφή ρινικού εκνεφώματος έχουν ήδη εγκριθεί στην ΕΕ/στον ΕΟΧ για χρήση σε παιδιά, και ερευνώνται ενεργά για άλλους ιούς του αναπνευστικού συστήματος, όπως ο COVID-19.
Οι ερευνητές μελετούν επίσης τρόπους ανώδυνης χορήγησης εμβολίων μέσω του δέρματος, είτε με τη χρήση εγχυτήρων αέρα υψηλής πίεσης είτε κυμάτων υπερήχων, για την ευκολότερη εισχώρηση ενός υγρού εμβολίου στον οργανισμό. Και οι δύο επιλογές θεωρούνται ελπιδοφόρες, καθώς η περιοχή κάτω από το δέρμα θεωρείται ιδανικό σημείο για την αλληλεπίδραση πολλών εμβολίων με το ανοσοποιητικό σύστημα. Ωστόσο, οι προκλήσεις δεν παύουν να υπάρχουν, δεδομένου ότι το πάχος του δέρματός μας δεν είναι παντού ομοιόμορφο. Αυτές οι μέθοδοι χορήγησης θεωρούνται επίσης δαπανηρές σε σύγκριση με τις παραδοσιακές ενέσεις ή με τα ρινικά εκνεφώματα.
Η τεχνολογία αυτή βασίζεται σε δεκάδες ή εκατοντάδες μικροσκοπικές βελόνες τόσο μικρές που διαπερνούν το δέρμα χωρίς να προκαλούν πόνο. Οι συγκεκριμένες βελόνες επιτρέπουν σε ένα εμβόλιο που εφαρμόζεται στο δέρμα να περνάει μέσω του σώματος στο εσωτερικό του. Παρόλο που αυτό μπορεί να μην σημάνει το τέλος της χρήσης βελόνων, ωστόσο θα εξαλείψει την εικόνα των μεγάλων βελόνων και τον πόνο που συνδέεται με τις παραδοσιακές ενέσεις. Ορισμένες μελέτες έχουν επίσης καταδείξει ότι η τεχνολογία αυτή θα μπορούσε να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα.
Η ηλεκτροδιάτρηση έχει επίσης αποδειχθεί ως μια μέθοδος που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τις βελόνες, μέσω της εφαρμογής μιας μικρής ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας η οποία είτε θα εισαγάγει το εμβόλιο στο εσωτερικό του οργανισμού είτε θα «ανοίγει» προσωρινά τα κύτταρα σε ένα εμβόλιο.